- κενόσοφος
- ος , ον мудрствующий, умствующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κενόσοφος — η, ο (Α κενόσοφος, ον) ο επιπόλαια ή κατά φαντασία σοφός, ο δοκησίσοφος, ο ψευδόσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + σοφος (< σοφός), πρβλ. μωρό σοφος, φιλό σοφος] … Dictionary of Greek
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενοσοφία — η [κενόσοφος] κενή ή φανταστική ή επιπόλαιη σοφία, ψευδοσοφία, δοκησισοφία … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
μωρόσοφος — η, ο αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, αλλά δεν έχει κρίση, ο κενόσοφος, ο μωρός: Είναι μωρόσοφος και προσπαθεί να εντυπωσιάσει με γνώσεις που δεν έχει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)